30/9/09

Αντίθεος ο Φαλλοκρούστης, Η αρχή του έπους. Prelude.

  Όταν τα σύννεφα στριμωχτούν στην πνιγηρή ατμόσφαιρα τότε ξέρεις. Καρατζαφέρης. Όχι λάθος. Ξέρεις λοιπόν ότι οι άνθρωποι στριμώχνονται με την σειρά τους στα εκκεντρικά καβούκια τους για να συνομιλήσουν λίγο με την ύπαρξη, να δουν τι έχει να τους προσφέρει. Όταν ο καιρός αρχίσει να σκοτεινιάζει και το καλοκαίρι είναι πλεον και τυπικά μακρινή ανάμνηση, ήρθε η ώρα του απολογισμού, οι ψυχές συγκεντρώνονται και μετρούν τι έχουν δώσει και τι έχουν πάρει από την βιολογική σούπα στην οποία κολυμπάει ολάκερη η γέμιση του σκληρού κελύφους της ζωής. Ειδικά όταν ξέρεις ότι μπορεί να διανύεις τις τελευταίες σου στιγμές ως ζωντανή συνείδηση.
  Ο Αντίθεος είχε τυλιχτεί με την σειρά του στον μαύρο χιτώνα του, μέσα στην εκπνοή του θέρους, καθισμένος σε πατημένα αγριόχορτα και σκόρπια στάχυα, που τα απρόσεκτα αποδημητικά πουλιά είχαν ρίξει στο έδαφος της φθινοπωρινής Πρωκτίδαιας. Εκεί, στο αγροτικό προάστιο της μεγαλοπρεπούς αρχαίας πολιτείας ο στρατός της Κωλοτρυπίδας φυλής, που είχε σπεύσει για να προστατεύσει τα συμφέροντα της ενάντια της επαναστατημένης πόλης, έκανε τα τελευταία γυμνάσια πριν την μεγάλη έξοδο των εξαθλιωμένων πολιορκημένων. Ο Αντίθεος, λοχίας της 3ης Οπλαρχίας των δρεπανοφόρων, του επίλεκτου σώματος των Κωλοτρυπιδαίων, παρακολουθούσε απαθής και παγωμένος, με έναν κρατήρα τσίπουρο στο χέρι που το ακουμπούσε που και που δίπλα στα μισοφαγωμένα μεζεκλίκια του.
  Ο Αντίθεος ο Φαλλοκρούστης ήταν από τους πλέον επιφανείς άνδρες της Νταμαρίας, της μεγάλης και κραταιάς ηγεμονίας που κυριαρχούσε στον τότε γνωστό πολιτισμένο κόσμο, μέχρι τα σύνορα όπου αρχίζει ο τραχύς κόσμος των βαρβάρων. Η οικογένεια του ήταν στο συμβούλιο των 999 αρίστων, του ακρογωνιαίου λίθου της Δημιοκρατίας. Από μικρός είχε διαλέξει τον δρόμο της αρετής, είχε ασχοληθεί με τα μαθηματικά και την φιλοσοφία, ήξερε απ έξω την προπαίδεια μέχρι το έξι και μπορούσε να σου απαντήσει στην αιώνια ερώτηση αν μοίρα των ανθρώπων διαγράφεται από τους Θεούς. Στην πανάρχαια αγορά της Νταμαρίας, δίπλα στο καινούριο εμπορικό κέντρο που φτιάχτηκε με την διπλή ανάπλαση, είχε υποβληθεί σε αυτό το αινιγματικό ερώτημα από τον φιλόσοφο Πρωκταγόρα. Προς μεγάλη έκπληξη του φιλοσόφου ο πάντα ετοιμόλογος και στωικός Αντίθεος απάντησε "Γάμησε μας ρε Πρωκταγόρα, με τις απορίες σου μεσημεριάτικα, έναν καφέ ήρθαμε να πιούμε" δίνοντας στον κύκλο των διανοούμενων να καταλάβει ότι μερικά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν από την ανθρώπινη φύση.
  Τις σκέψεις του Αντίθεου διέκοψε το ξαφνικό σάλπισμα του σαλπιγκτή της οπλαρχίας. Το αίμα του πάγωσε, οι σκέψεις στροβιλίστηκαν σαν φυγόκεντρος δύναμη μέσα στο κεφάλι του και μπερδευτηκαν, σκόνταψαν όπως ένα αδέξιο νήπιο που παίζει κρυφτό στην πλατεία. Άρπαξε την σπάθα του και έπιασε τον παλμό της, ο ιδρώτας κύλησε μέχρι την λαβή...Όλα αυτά μέχρι να καταλάβει ότι αυτό που ακούστηκε δεν ήταν το εφαλτήριο σάλπισμα, απλά ο σαλπιγκτής πρόβαρε κάτι παρτιτούρες με τραγούδια για να του φύγει το άγχος. "Άντε γαμήσου τρόμπα μου έκοψες τα νεφρά..." ψέλλισε. Το παιδί της πλατείας σηκώθηκε και καθάρισε τα γόνατα του, ψύχραιμος...
Ήξερε όμως ότι απλά αναβάλλει το αναπόφευκτο, την ανίερη ώρα της σύγκρουσης. Ο φιλόσοφος Αντίθεος ηρέμησε τις σκέψεις του και σκέφθηκε ότι είχε πάρει το βάπτισμα του Θεού Φόβου που του αναλογούσε, όχι άλλος πανικός, τώρα μόνο δόξα. Εξάλλου ακόμη και ο Χριστός στον σταυρό επέδειξε δειλία για λίγα δεύτερα. Βέβαια ο Χριστός δεν είχε γεννηθεί ακόμα αλλά ο Αντίθεος το ήξερε ΚΑΙ αυτό.
  Το πρωί της έκτης μέρας, του Σαβουρογαμιώνα μήνα, ο στρατός είχε παραταχθεί ενώπιον των τειχών της Πρωκτίδαιας. Σθεναροί οι άντρες ένιωθαν την θεα Δόξα να τους κοιτάει από το συννεφόκαμμα με το αγέρωχο Ολύμπιο βλέμμα της, το χρυσοποίκιλτο δόρυ της και το μεγάλο στήθος της. Δικιά μου είναι η ιστορία και βάζω μεγάλα βυζιά σε όλες τις θεότητες άμα θέλω. (Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση πως στην αρχαία Νταμαριά τιμούσαν πολύ τους θεούς τους και είχαν μεγάλη συναίσθηση του "ου μοιχεύσεις". Έτσι όταν έφτασε ο χριστιανισμός είχαν αν μάθουν απ έξω μόνο 9 εντολές και την 10η μια απλή επανάληψη.)
  Ο Αντίθεος με τους 800 Φαλλοκρούστες δρεπανοφόρους και τους 150 ψιλούς βρίσκονταν στο δεξί φτερό της παράταξης, παρεταγμένοι σε τριγωνικό σχήμα και είχαν σαφείς εντολές να προστατεύουν τους 1200 οπλίτες, οι οποίο όταν δινόταν το σύνθημα θα πλευροκοπούσαν την άτακτη παράταξη των Πρωκτιδαίων. Έτσι, υπερφαλαγγισμένοι οι εχθροί θα έχαναν την συνοχή και το ηθικό τους και η μάχη πλεον θα ήταν διαδικάστική υπόθεση.


Έπρεπε όμως αυτή τη φορά να θυμηθούν να τους σκοτώσουν ή να τους πιάσουν αιχμάλωτους γιατί σε μια προηγούμενη πολιορκία είχαν ξεχάσει τους εχθρούς απ έξω και ενώ οι στρατιώτες της Νταμαρίας έκαναν το νικητήριο συμπόσιο οι πρώην πολιορκημένοι άρχισαν να πολιορκούν την χαμένη τους πόλη και επειδή τα τρόφιμα μέσα είχαν ήδη τελειώσει, οι Νταμαραίοι παραδόθηκαν σε μια μέρα.
Αυτό το λάθος δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί.
   Η παράταξη, φαινομενικά ακίνητη, έχει αρχίσει να κροταλίζει καθώς ο ήλιος ανεβαίνει στο απώγειό του. Η ζέστη είναι αφόρητη και οι  στρατιώτες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τις ορειχάλκινες πανοπλίες τους από την νευρικότητα και την υπερθέρμανση. Οι πολιορκημένοι αργούν χαρακτηρστικά, η νευρικότητα όσο πάει και αυξάνει. Περνούν άλλες 2 ώρες, στο τάγμα έχουν αρχίσει και σηματίζονται πηγαδάκια από τους ταραγμένουνς στρατιώτες. Ο Αντίθεος βγάζει έναν κουβά νερό από το πηγαδάκι και βρέχει το ταλαιπωρημένο προσωπό του. Ο αρχίσει και κατεβαίνει, η κλεψύδρα του Αντίθεου λέει 4 και τέταρτο, το toolbar στον υπολογιστή μου λέει 8:17, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση.
 Σκόνη σηκώνεται από απέναντι. Η παράταξη ανασυντάσσεται κατευθείαν. Ο Αντίθεος βάζει την περικεφαλαία του και δίνει το σύνθημα για αμυντική στάση. Ένα ποδοβολητό ξεκινάει από πίσω του καθώς η κυρία παράταξη βάζει μπρος την κυκλωτική κίνηση και ένα βουητό ταυτόχρονα καθως η κυρία Δέσποινα βάζει μπρος την ηλεκτρική σκούπα. Ο Αντίθεος διώχνει την κύρα Δέσποινα λέγοντας της ότι είναι πολύ επικύνδυνο να κάθεται στη μέση της μάχης. Αυτή του χουφτώνει το καβάλο και τον χαιρετάει. Ο Αντίθεος καυλώνει.
Ξαφνικά από τον ψηλό καπνό αρχίσει να αχνοφαίνεται η κορμοστασία 1800 αγριεμένων και πεινασμένων Πρωκτιδαίων. Όσο κρατάει μια προσευχή η αντίπαλη παράταξη κάνει να φτάσει στην φονική απόσταση. Σαν κεραυνός που πέφτει στην ερημιά η σύγκρουση σκίζει τα τύμπανα των τρομαγμένων στρατιωτών στην οπισθοφυλακή και σπάει τα παπάρια των γειτόνων που ήδη αρχίζουν και φωνάζουν "να πάτε αλλού να παίξετε". Οι πρώτοι νεκροί, σαν κιμάς σε κρεατομηχανή, χάνονται μαζικά μέσα στον ορείχαλκο. Δόρατα, ξύλα, σπαθιά, ανθρώπινα σώματα, κόκκαλα και ασπίδες δημιουργούν ένα άτυπο τείχος μεταξύ των δύο αντιπάλων. Μετά την σύγκρουση ξεκινά το σφαγείο και ο ωθισμός. Ο Αντίθεος έχει πιάσει έναν εχθρό και τον έχει παγιδεύσει στο εσωτερικό της ασπίδας του, όπου του ανοίγει τον λαιμό σαν ρολό κοτόπουλο, και λίγο πιο εύκολα. Την επόμενη στιμή ακούει έναν άλλο να σκάει στην ασπίδα του ανεπιτυχώς, με το δρεπάνι του τον κόβει σαν νωπή μπανάνα και τον πετάει στην νεκρική φρουτοσαλάτα που κείτεται στο έδαφος.
  Η παράταξη προελαύνει με αργό αλλά σταθερό ρυθμό κατατροπόνωντας τα κύμματα των εχθρικών γραμμών. Οι βοηθητικοί δούλοι μαζέυουν τα νεκρά σώματα που έχουν μείνει στις παρατάξεις και τροφοδοτούν την εμπροσθοφυλακή με νέα, λειτουργικά δρεπάνια. Ξαφνικά μια οχλοβοή σπάει τον πλεον μονότονο θόρυβο της αψιμαχίας. Ένα ολιγάριθμο σώμα ψιλών υποχωρεί άτακτο παραπατώντας, σαν ψιλά που πέφτουν από τρύπια τσέπη. Αυτό ήταν. Πριν ολοκληρωθεί καν η κυκλωτική κίνηση, ένας τεράστιος όγκος επιθετικής παράταξης σπεύδει από την δύση για να πλήξει τα πλάγια της οπλαρχίας του Αντίθεου. Το στράτευμα τα χάνει. Η ψυχολογία ανατρέπεται και η εμπροσθοφυλακή χάνει έδαφος καθώς όλο και περισσότεροι Νταμαριανοί υποχωρούν για να γλιτώσουν το επερχόμενο κύμα.
  Το επόμενο δευτερόλεπτο ο Αντίθεος αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σχεδόν μόνος και εκτεθιμένος στο μέτωπο. Τρεις αντίπαλοι έρχονται καταπάνω του με προτεταμένα δόρατα, με ένα γερό χτύπημα καταφέρνει ένα θανάσιμο τραύμα στο πρόσωπο του ενός, κατεβάζει την δεξιά ώμοπλάτη του δευτέρου σαν χασάπης στην βαρβάκειο και δέχεται το δόρυ το τρίτου στο αριστερό πλευρό. Σαστισμένος κόβει σαν οδοντογλυφίδα το δόρυ για να απελευθερωθεί και αρχίζει ένα τρέξιμο για το πουθενά. Ολόκληρη η παράταξη του τώρα, διαλυμένη, βρίσκεται μπροστά του, τρέχει και αυτή τρομοκρατημένη στην ίδια κατεύθυνση με αυτόν. Ένα κάψιμο στον ώμο, το αίμα έχει βάψει τα πόδια του, η πανοπλία γδέρνει όλο του το σώμα από την τριβή. Πρέπει να τρέξει λίγο ακόμα, το δάσος είναι μόνο 4 Χαριλάου* μπροστά. Έχει σχεδόν περάσει πρώτος από τους δικούς του ενώ οι εχθροί από πίσω σφάζουν χωρίς να παίρνουν αιχμαλώτους.
Μια πέτρα; Ένας βράχος; Ο Αντίθεος ξεπλώνεται φαρδύς πλατύς στο χώμα. Οι ανάσες του έχουν τελειώσει. Κρίμα και το δάσος έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται, ίσως οι θεοί του επιφύλασαν αυτή τη μοίρα. Καθώς όλα μαυρίζουν από τη κούραση μια σιλουέτα με μια σπάθα στο χέρι κρύβει το λιγοστό εσπερινό φως.
Αυτό το ατσάλι σε λίγο θα κάνει παρέα με τη χολή και το στομάχι μου.
Μπορεί να πει και ένα γειά στο έντερο
Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα τελικά είναι το πιό ωραίο
καθώς θλιμμένο πνίγεται, στα πέρατα του κόσμου.
Η μάνα μου θα κλάψει για αυτό το ατσάλι
Οι Manowar θα γράψουν τραγούδια για αυτό το ατσάλι.
"Έλα μαζί μου αν θέλεις να ζήσεις"
   Με μια κοφτή κίνηση, η μεγαλόσωμη σιλουέτα αρπάζει το ημιθανές σώμα του Αντίθεου και τρέχει και χάνεται στο δάσος. Ο Αντίθεος, μη ξέρωντας αν αυτό το σώμα είναι το όχημα των Θεων ή είναι θνητό, παραδίδεται στα χάδια του Ύπνου...
Και το τελευταίο φως της ημέρας χάνεται στα σωθικά του Θερμαντικού Κόλπου.

8/9/09

Όταν το σύμπαν σε καλεί, μέρος 2ο.

  Βάζω 5η ταχύτητα, κατεβάζω τα φώτα στην μεσαία σκάλα.
Με λένε Μπάμπη, δουλεύω στον ΟΤΕ από τότε που τελείωσα την σχολή, μέγάλο μέσον ο πατέρας μου που με βόλεψε. Έχω αγοραφοβία, με το ζόρι μπορώ να αντέξω τόσο πολλά άτομα στην δουλειά, τόσο μεγάλα κτίρια, τόσο γρήγορη ζωή, γι΄αυτό άλλωστε μένω και έξω από την μεγάλη πόλη, σε ένα δυόροφο κτίριο μαζί με τον ξάδερφό μου και την γυναίκα του, και οι δύο 26-27 χρονών άνθρωποι, μόλις βρήκαν δουλειά και είναι ευτυχισμένοι. Έτσι λένε.
  Ανεβάζω τα φώτα στην μεγάλη σκάλα, αλλάζω λωρίδα.
Την μισώ την δουλειά μου, όχι ότι είναι δύσκολη, όχι ότι είναι μίζερη, απλά την μισώ. Μισώ τα πρωινά, μισώ το μεσημεριανό σχόλασμα που πρέπει να περάσω μέσα από όλη τη κίνηση, από όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η δουλειά μου, μου δίνει αμέτρητες ώρες πλήξης, μα μου δίνει και ένα πολύ καλό δώρο. Ίσως αυτό το δώρο είναι και ο λόγος που συνεχίζω να πηγαίνω σε αυτό το απαίσιο κτίριο τα πρωινά. Το δώρο αυτό είναι οι υποκλοπές.
  Πατάω λίγο περισσότερο γκάζι, βάζω ένα τσιγάρο στο στόμα μου, που είναι ο αναπτήρας;
Λατρεύω τις υποκλοπές, όπως και ο ξάδερφός μου, είναι το χόμπι μας! Μερικές φορές καθόμαστε ώρες και ακούμε τις ηχογραφημένες ομιλίες που ψαρεύω, σκάμε στα γέλια, είναι το μικρό μας μυστικό. Η το μεγάλο μάλλον, αν με πιάσουν θα με ρίξουν μέσα για πλημμέλημα, μη εξαγοράσιμο, γι αυτό και είμαι σούπερ προσεκτικός. Δύο χρόνια τώρα και έχουμε εθιστεί σ'αυτή τη καφρίλα, στην αρχή ακούγαμε απλά, μετά το εξελίξαμε. Τώρα πλέον κάνουμε καλοστημένες φάρσες σε επώνυμους και σε τηλεοπτικές περσόνες που αντιπαθούμε, από το γενικό πόρισμα που βγάζουμε όταν παρακολουθούμε το χαζοκούτι. Αν είσαι δήθεν τη γάμησες. Αν είσαι φεμινίστρια, την καραγάμησες.
  Κόβω ταχύτητα, βγάζω αριστερό φλας, ξύνω τα παπάρια μου.
Αυτή τη στιγμή ο ξάδερφός μου λείπει σε διακοπές με την γυναίκα του και έτσι μένει μαζί μου ο γείτονάς μου ο Ντακ, έτσι τον φωνάζουμε επειδή τα χείλη του είναι προτεταμένα σαν πάπιας. Χρόνια μόνιμος στον στρατό παλαιότερα, οπλοφορεί παράνομα και πίνει πολύ ο κερατάς. Μένει μαζί μου γιατί έχει σοβαρα ψυχολογικά προβλήματα. Πέρυσι στην Χαλκιδική ένω έκανε διακοπές τον βρήκαν κάτι αγρότες σε έναν επαρχιακό δρόμο έξω από τα Στάγιρα σε κατάσταση σοκ και
αφυδατωμένο μέχρι το κόκκαλο. Από τότε μετακόμισε δίπλα μας, σε αυτό το απόμακρο μέρος, γιατί φοβάται λέει ότι τον κυνηγάνε να τον πιάσουν. Κατά τη δική του εκδοχή, αυτό που υπέστη πέρυσι στην Χαλκιδική ήταν απαγωγή από εξωγήινους. Δεν μπορώ να πω ότι τον φοβάμαι, αλλά ούτε τον πιστεύω, αφού οι εργαστηριακές εξετάσεις μετά από αυτό που έπαθε έδειξαν κατανάλωση αλκοόλ και παραισθησιογόνων. Παρ όλα αυτά τον συμπαθό τον τύπο, έχει καρδιά παιδιού. Είναι ένα παιδί με ένα 38άρι Glock.

  Στρίβω στον χωματόδρομο, παρκάρω όπως νά 'ναι γιατί κατουριέμαι.
Ο ξάδερφός μου λείπει λοιπόν και έτσι πρέπει εγώ να υλοποιήσω το μεγαλεπίβολο σχέδιο-φάρσα που ετοιμάζαμε εδώ και μια βδομάδα. Στόχος: ο Αχιλλέας Κούνης, κινηματογραφικός-τηλεοπτικός παραγωγός μεγάλη περσόνα, εκνευριστικός τύπος, απίστευτα δήθεν. Κακό του κεφαλιού του, είναι η τέλεια περίπτωση. Όπως την έπαθαν παλιότερα και η Καρνέζη, που βγήκε λεσβία σε σκανδαλοθηρική εφημερίδα, όταν δώθηκε στην τελευταία στημένη τηλεφωνική κλήση, ο Δημητρίου που παρήγγειλε (παρήγγειλα, χουχουχου) πίνακες τέχνης για 15.000 ευρώ, σαδομαζοχιστικής τέχνης, ή ο Ξενάκος που κάλεσε (κάλεσα, χεχεχε) την αστυνομία για διάρρηξη στο σπίτι του την ώρα που μέσα έκανε όργια με αλλοδαπούς ζιγκολό. Όλα αυτά με την μαγεία της υποκλοπής συνομιλιών.
  Ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες της μονοκατοικίας, ο Ντακ αράζει στο μπαλκόνι και ακούει ipod.
Αυτή τη φορά το υποψήφιο θύμα, ο Κούνης, θα την πατήσει ανάλογα. Αύριο, στις 10 το βράδυ, έχει πάρτυ στο σπίτι του για την "έναρξη της τηλεοπτικής σεζόν. Τρεις ώρες πριν θα πάει η υπηρεσία catering όπου θα διαμορφώσει την αίθουσα δεξιώσεων με φαγητά και άλλα καλά του θεού. Μόνο που η υπηρεσία catering δεν θα πάει. Θα πάμε εγώ και ο Ντακ, ως υπάλληλοι του μαγαζιού φυσικά, και θα κάνουμε εμείς την "διαμόρφωση". Ελπίζω μόνο να έχουν πολλές τουαλέτες στο σπίτι.
 Το βράδυ περνάει γρήγορα, το πρωί δύσκολα. Στον γυρισμό για το σπίτι ανάβω άλλο ένα τσιγάρο μέσα στο αυτοκίνητο για να ξεπεράσω το άγχος της πολυκοσμίας. Βοηθάει αρκετά συνήθως αν και νομίζω πως είναι πιθανοτατα αυθυποβολή. Σκέφτομαι πως το απόγευμα έχουμε δουλειά, αν θέλουμε να αποτύχει το πάρτυ του Κούνη τότε όλα πρέπει να γίνουν με τέλειο συγχρονισμό. Γι'αυτό δεν έχω καθόλου άγχος, ο Ντακ είναι τσακάλι. Τινάζω το τσιγάρο έξω από το παράθυρο, δύο ζωηρές καύτρες κάθονται πάνω στο χέρι μου. Βγαίνω από το κέντρο. Χαλαρώνω.
  Οι ετοιμασίες γίνονται τέλεια, έχουμε ραντεβού με το μαγαζί για τα φαγητά στις 5 ακριβώς, θα τα παραλάβουμε και θα τα πάμε στο σπίτι του Κούνη με το βανάκι του ξαδέρφου μου. Στο δρόμο για το μαγάζι ο Ντακ παθαίνει μια ψιλοκρίση καταδιωκτικής μανίας ισχυριζόμενος ότι θα μας σταματήσουν εξωγήινοι με την μορφή τροχονόμων. Τον ηρεμό και του διαβεβαιώνω ότι στην περίπτωση που μας σταματήσει η τροχαία και είναι εξωγήινοι θα φωνάξω τους γκοστμπάστερς. Μου λέει ότι είμαι εντελώς άσχετος. Αδιαφορώ. Πάντως προτιμώ να είναι εξωγήινοι παρά πραγματικοί τροχονόμοι, δεν έχουμε ώρα για καθυστερήσεις.
  Όλα γίνονται στην εντέλεια, περιποιημένος μπουφές και άπειρο καθαρτικό. Κρίμα που δεν πρέπει να μάθουν το όνομα μας, θα μέναμε στην ιστορία. Το βράδυ θα το γιορτάσουμε με παϊδάκια και κρασί. Έχει και ποδόσφαιρο, ο Ντακ φοράει ήδη μια αθλητική φανέλα, εγώ αδιαφορώ για το ποδόσφαιρο γι'αυτό θα επικεντρωθώ στα παϊδάκια.

  Αλλάζω λωρίδα, παίζω τα φώτα στον μαλάκα απέναντι.
Έχουν περάσει 10 μέρες περίπου από την φάρσα στον Κούνη και μπορώ να πω ότι στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία αυτό το κατόρθωμα μας. Την αμέσως επόμενη ημέρα πήρα όλες τις εφήμερίδες και με χαρά ανακάλυψα ότι κάναμε αρκετή αίσθηση. Ο Κούνης έφαγε το σκαμπίλι που του χρειαζόταν. Σε 3 μέρες επιστρέφει ο ξάδερφός μου και μόλις τακτοποιηθεί στρώνουμε δουλειά για το επόμενο σχέδιο. Δε μπορώ να περιμένω άλλο, πως θα περάσει αυτό το σαβ/κύριακο χωρίς φάρσες και με τον παρανοικό Ντακ να σαλτάρει κάθε φορά που ακούει τα ουρλιαχτά από το left 4 dead που παίζω στον υπολογιστη;
  Παρκάρω, αρπάζω τη σακούλα με τους γύρους από τον συνοδηγό. Πετάω το τσιγάρο σε μια γάτα. Πάρτα μωρή σκύλα.
Ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά όπως πάντα, διακρίνω το φως της τουαλέτας ανοιχτό. Ανησυχώ, ο Ντακ υποτίθεται ότι είναι στον γάμο του θείου του και θα γυρίσει αργά σήμερα. Βέβαια όχι πολύ αργά, δεν νομίζω να έχει τα κότσια να γυρίσει στην μέση της νύχτας με τις τρελές σκέψεις που τον κυνηγάνε, αλλά όχι και από τις εννιάμιση. Το φως της τουαλέτας σβήνει, ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος σαν έπιπλα να μετακινούνται.
  Οκ λέω, αν δεν είναι ο Ντακ που κόλωσε και δεν πήγε στον γάμο, τότε είναι διαρρήκτες. Πρέπει να  σκεφτώ κάτι. Δεν μπορώ να μπω έτσι, θα πάω στο σπίτι του Ντακ να πάρω το όπλο του από το συρτάρι. Κατεβαίνω αθόρυβα, βγάζω τα κλειδιά μου όπου έχω και ένα κλειδί του σπιτιού του Ντακ για λόγους ασφαλείας. Οι υπάλληλοι του ψυχιατρείου μου το έδωσαν γιατί είμαι το πιό κοντινό του πρόσωπο. Ανοίγω και σπρώχνω την πόρτα, σκοτάδι, ανάβω το φως και τρέχω στο υπνοδωμάτιο. Οι ντουλάπες είναι ανοιχτές και τα καθημερινά ρούχα του Ντακ πεταμένα επάνω στο στρωμένο κρεβάτι. Αυτό είναι δείγμα ότι πήγε τελικά στον γάμο. Τα χέρια μου αρχίζουν να τρέμουν και ένα ζεστό ρεύμα διαπερνάει τον κορμό μου.
Ίσως να τους αφήσω να φύγουν.
Όχι, οπλοφορώ, θα προστατέψω την ιδιοκτησία μου.
  Έλα όμως που το όπλο δεν είναι στο συρτάρι, δεν είναι στις ντουλάπες, δεν είναι πουθενά.
Ανάθεμα στον ψυχάκια, το πήρε μαζί του. Σκεπτόμενος γρήγορα αρπάζω μια σιδερόβεργα από την ντουλάπα και βγαίνω πάλι στα σκαλιά του σπιτιού μου. Περιμένω 5 λεπτά, περιμένω 10. Περνάει μισή ώρα και εγώ κοιτάω την πρόσοψη του σπιτιού μου κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο κήπου με την σιδερόβεργα να κοντεύει να σκουριάσει ήδη από τον κρύο ιδρώτα του χεριού μου. Προφανώς και την κάνανε με ελαφρά όσο ήμουν στου Ντακ. Αυτό ήταν, τηλεφωνώ στην αστυνομία και μπαίνω μέσα.
  Ακουμπώντας την σιδερένια βέργα στο τραπέζι της αυλής σπρώχνω με ευκολία την όντως παραβιασμένη πόρτα και μπαίνω μέσα. Μια προσπάθεια να ανοίξω το φως αποτυγχάνει. Είναι στην τακτική των διαρρηκτών να κατεβάζουν τον γενικό διακόπτη; Πριν τελειώσω αυτήν τη σκέψη...
Ένα εκτυφλωτικό μπλε φως ανάβει και όλο το σπίτι παίρνει μια μπλε απόχρωση. Σε χρόνο μηδεν ένας λευκός θόρυβος μου παίρνει τα αυτιά. Ένα ακόμη πιο δυνατό φως σαν προβολέα στοχέυει μόνο εμένα και με τυφλώνει. Σαν κάνω να βγω από το σπίτι σε κατάσταση σοκ, παραπατώ και βρίσκομαι πεσμένος στο ύψος της εξώπορτας. Τρεις αλλόκοτες φιγούρες στέκονται από πάνω μου με ανατριχιαστηκά χαρακτηριστικά προσώπου και μιλάνε με τσιριχτές φωνές. Κανονική παράνοια.

  Φρικάρω, σηκώνομαι και τρέχω σαν το σκυλί, λίγα θυμάμαι από τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα, όταν βρέθηκα καμιά 100 μέτρα μακριά. Ο φόβος με έχει παραλύσει κανονικά. Περνάω μερικά λεπτά πεσμένος στο γρασίδι όταν βλέπω μια φιγούρα να τρέχει προς το μέρος μου φωνάζοντας δυνατά
Μην φοβάσαι! Ηρέμησε, ήταν μια πλάκα!
Όλα είναι μπερδεμένα, ο τύπος κοντοστέκεται, με πλησιάζει και ανάβει έναν φακό στο πρόσωπό του.
Κοίτα με, σου κάναμε μια πλάκα, με αναγνωρίζεις;
  Ο Κούνης είναι. Ο Κούνης μου έκανε πλάκα. Με εκδικήθηκε. Με βρήκε.
-Πως;
-Κινηματογραφικός παραγωγός είμαι. Το επάγγελμά μου είναι ότι πρέπει για τέτοιου είδους φάρσες. Μετά από αυτό που μου έκανες, βρήκα ποιος είσαι και αντί να σε καρφώσω σκέφτηκα ότι ίσως θα γούσταρα και εγώ να κάνω κάτι ανάλογο. Στην ουσία, εσύ μου έδωσες την ιδέα! Αν δεν ήσουν τόσο χέστης ίσως το συνεχίζαμε περεταίρω, αλλά εντάξει, δε με συμφέρει να τεζάρεις.
 Το τι γέλια ακολούθησαν δεν λέγεται, ο Κούνης είναι ωραίος τύπος τελικά, μαζί θα μπορούσαμε να κάνουμε τις πιο γαμάτες φάρσες. Και η σκέψη μου ξανά διακόπηκε, αυτή τη φορά από τέσσερεις πυροβολισμούς. Τρέχοντας προς το σπίτι μου εγώ και ο Κούνης αντικρύζουμε τον Ντακ με το όπλο στο χέρι. Οι άλλοι δύο "εξωγήινοι" ηθοποιοί βρίσκονται στο πάτωμα αιμόφυρτοι, αίματα παντόυ, τον έναν τον βρήκε στο κεφάλι, χυμένα μυαλά στο πάτωμα. Ο Κούνης το βάζει στα πόδια.
-Κανείς δεν με πίστευε! Τώρα έχω και τα νεκρά τους κουφάρια! Είδες ότι δεν ήμουν τρελός; Το ήξερα ότι δεν είμαι!
Δεν έχω άλλη αδρεναλίνη στο αίμα μου. Βλέπω τον Ντακ να αράζει στον καναπέ με το ipod, ακούει μουσική και χτυπιέται. Φοράει μια μπλούζα Korn. Ακούω επίσης το περιπολικό που φώναξα πριν λίγη ώρα για τους διαρρήκτες.
-Ντακ, έχεις ιδέα τι έκανες; Ντακ!
-Δε σε ακούω! Φοράω ακουστικά!

Άυριο αποφυλακίζομαι. Λέω να το γιορτάσω με παϊδάκια και κρασί. Έχει κανένα ματς; 

                                                   FIN

7/9/09

Όταν το σύμπαν σε καλεί, μην κάνεις πίσω.

Η ώρα έχει πάει ήδη 1:46. Φιλαράκι θα μου φέρεις ένα ακόμα τζιν τόνικ σε παρακαλώ;
Ο σερβιτόρος είναι γύρω στα 17, ανάθεμα αν μπορεί να φτιάξει ένα σωστό ποτό. Το καλοκαίρι κυκλοφορούν όλοι οι άσχετοι ανήλικοι σερβιτόροι στα μπαρ της Χαλκιδικής, δεν υπάρχει (sic).
Απλώνοντας λοιπόν τα πόδια μου σαν θεός επι θνητών αφήνω το παγωμένο τζιν να πέσει στα χείλια μου φρενάρωντας το τσαμπουκαλεμένο παγάκι. Η περιστροφή του κεφαλιού μου όμως μου αποκαλύπτει δύο θεσπέσια μπουτάκια, δύο τραπέζια παραπέρα, μια ακόμα περιστροφή και το θέαμα περατώνεται.
Η μια είναι ξανθιά, με σαφώς περιποιημένα μαλλιά, στραιτ από το κωμωτήριο, νεανικό κορμί, όχι πάνω από 18, φοράει ένα τρεντουλιάρικο σορτσάκι και κουνιέται αφελώς, όπως αρμόζει στην νεανικότητα της και στην τρεντοσύνη της. Η άλλη καστανόξανθη, ή ξανθιά τελείως, δεν ξέρω, έχω δυσχρωματοψία, κρατάει το ποτό αδέξια και όταν λερώνεται από το περιεχόμενο σκουπίζεται το ίδιο αδέξια στα επιμελώς ενδεδυμένα από το τζιν της, μπουτάκια. Ά ναι, έχει και μεγάλα βυζιά, ξέχασα.
Τζάμι, σκέπτομαι χαμηλοφώνως, αφού σήμερα την έκανα σκαστή από το περιβάλλον μου και βγήκα μόνος μου, ας χτυπήσω και την ευκαιρία που μου έδωσε το σύμπαν. Δύο κοριτσάκια, ένας άντρας, καθόλου κακό πείραμα (ο έρωτας είναι ένα πείραμα, διαβάστε και καθόλου Κοέλιο, κακό θα σας κάνει, καλό δεν κάνει).
Τελειώνω το κακοφτιαγμένο ποτό του κερατά του πιτσιρικά σε 5 λεπτά, μεγάλος πότης γαρ, και βουρ στο μπαρ όπου παραλαμβάνω ένα σέικερ σμιρνοφ-αμαρέτο. Του νού σου μικρέ, είναι για ιερό σκοπό, και αν δουλέψει, έχω και για σένα λάφυρα. Το πιασε ο μικρός, μου έγνεψε περιπαικτικά, μπορεί ναι είναι νουμπάς αλλά φαίνεται τσακάλι.
- Κορίτσια, το σέικερ μου επέμενε να κάτσουμε μαζί σας, θα του κάνετε τη χάρη;
Γέλια.
- Εεεε, εμείς θα φύγουμε σε λίγο, αλλά αν θες κάτσε, τα σφηνάκια είναι για μας;
- Ναί είμαι σε διατεταγμένη αποστολή να σας μεθύσω.

Ξανά γέλια.
Το ένα έφερε το δεύτερο και το δεύτερο το έκτο, μέχρι που έκανα ένα διάλλειμα για τουαλέτα.
- Κορίτσια πάω να ξεράσω και έρχομαι οκ;
Ξανά μανά γέλια.
Με το μυαλό στο τραπέζι με τις νεανίδες, σπρώχνω την ξύλινη πόρτα της τουαλέτας και τον αράζω πάνω από τον μπιντέ, όταν μια φιγούρα σπρώχνει με τη σειρά της την ξύλινη πόρτα.
Άλλος! Μα δε βλέπει ο μαλάκας; Τι θέλει τώρα, να τον κατουρήσω τα παπούτσια να βάλει μυαλό; (καθόλου χαλεπή σκέψη όταν είσαι ψιλοζάντα)
-Άκου λίγο, έχει μεγάλη σημασία να με ακούσεις, έχω απηχθεί από εξωγήινους στο παρελθόν, με κάποιον τρόπο τα κατάφερα να ξεφύγω, η βάση τους είναι στα Στάγιρα, πάμε να δείς.
Ακόμα ένας ενοχλητικός ψυχάκιας.
Από τότε με ψάχνουν παντού, είναι πολυ κοντά στο να με βρούν, παίρνουν ανθρώπινη μορφή και σε πλησιάζουν σαν μπάτσοι για να βεβαιωθούν για τα στοιχεία σου, συνήθως γυναικεία.
Αν συνεχίσει θα τον σπρώξω, με περιμένουν γκόμενες.
Χρειάζομαι ένα κατάλλυμα, μόνο για σήμερα, φαίνεσαι καλός άνθρωπος, ξαπλώνω οπουδήποτε, δεν πρέπει να με βρούν! Δεν ξαναπάω εκεί!
Ένας τρελός άστεγος δε θα μου στερήσει μια νύχτα παρτούζας. Τον σπρώχνω, η ξύλινη πόρτα κάνει θόρυβο, για πότε βρέθηκα πάλι στο τραπέζι, ούτε εγώ δεν ξέρω, ακόμη πιο γρήγορα όμως βρέθηκα σε ένα κρεβάτι με 3 κατακίτρινα φώτα από επάνω μου. Και κάθησα εκεί 4 μέρες. Έτσι μου φάνηκε. Τώρα βρίσκομαι καθηλωμένος σε ένα λευκό κελί με κάτι απόκοσμους λευκοπλάστες να με κρατάνε, και μια θολώτή οροφή γεμάτη μετρητές να απεικονίζουν αλλοπρόσαλους χαρακτήρες. Το μόνο που έχω στη τσέπη είναι ένα στυλό και η απόδειξη από το ενοίκιο του σπιτιού. Στο πίσω μέρος γράφω την διεύθυνση του μπαρ που βρισκόμουν.
Στην πρώτη ευκαιρία θα πετάξω το χαρτί έξω από το κτίριο μήπως το βρεί κάποιος.
Ελπίζω τα Στάγιρα να μην είναι πολύ μακριά. Η ΄κάποιο άλλο χωριό.
Κάποιος.
Και ξεροκαταπίνω.