30/9/09

Αντίθεος ο Φαλλοκρούστης, Η αρχή του έπους. Prelude.

  Όταν τα σύννεφα στριμωχτούν στην πνιγηρή ατμόσφαιρα τότε ξέρεις. Καρατζαφέρης. Όχι λάθος. Ξέρεις λοιπόν ότι οι άνθρωποι στριμώχνονται με την σειρά τους στα εκκεντρικά καβούκια τους για να συνομιλήσουν λίγο με την ύπαρξη, να δουν τι έχει να τους προσφέρει. Όταν ο καιρός αρχίσει να σκοτεινιάζει και το καλοκαίρι είναι πλεον και τυπικά μακρινή ανάμνηση, ήρθε η ώρα του απολογισμού, οι ψυχές συγκεντρώνονται και μετρούν τι έχουν δώσει και τι έχουν πάρει από την βιολογική σούπα στην οποία κολυμπάει ολάκερη η γέμιση του σκληρού κελύφους της ζωής. Ειδικά όταν ξέρεις ότι μπορεί να διανύεις τις τελευταίες σου στιγμές ως ζωντανή συνείδηση.
  Ο Αντίθεος είχε τυλιχτεί με την σειρά του στον μαύρο χιτώνα του, μέσα στην εκπνοή του θέρους, καθισμένος σε πατημένα αγριόχορτα και σκόρπια στάχυα, που τα απρόσεκτα αποδημητικά πουλιά είχαν ρίξει στο έδαφος της φθινοπωρινής Πρωκτίδαιας. Εκεί, στο αγροτικό προάστιο της μεγαλοπρεπούς αρχαίας πολιτείας ο στρατός της Κωλοτρυπίδας φυλής, που είχε σπεύσει για να προστατεύσει τα συμφέροντα της ενάντια της επαναστατημένης πόλης, έκανε τα τελευταία γυμνάσια πριν την μεγάλη έξοδο των εξαθλιωμένων πολιορκημένων. Ο Αντίθεος, λοχίας της 3ης Οπλαρχίας των δρεπανοφόρων, του επίλεκτου σώματος των Κωλοτρυπιδαίων, παρακολουθούσε απαθής και παγωμένος, με έναν κρατήρα τσίπουρο στο χέρι που το ακουμπούσε που και που δίπλα στα μισοφαγωμένα μεζεκλίκια του.
  Ο Αντίθεος ο Φαλλοκρούστης ήταν από τους πλέον επιφανείς άνδρες της Νταμαρίας, της μεγάλης και κραταιάς ηγεμονίας που κυριαρχούσε στον τότε γνωστό πολιτισμένο κόσμο, μέχρι τα σύνορα όπου αρχίζει ο τραχύς κόσμος των βαρβάρων. Η οικογένεια του ήταν στο συμβούλιο των 999 αρίστων, του ακρογωνιαίου λίθου της Δημιοκρατίας. Από μικρός είχε διαλέξει τον δρόμο της αρετής, είχε ασχοληθεί με τα μαθηματικά και την φιλοσοφία, ήξερε απ έξω την προπαίδεια μέχρι το έξι και μπορούσε να σου απαντήσει στην αιώνια ερώτηση αν μοίρα των ανθρώπων διαγράφεται από τους Θεούς. Στην πανάρχαια αγορά της Νταμαρίας, δίπλα στο καινούριο εμπορικό κέντρο που φτιάχτηκε με την διπλή ανάπλαση, είχε υποβληθεί σε αυτό το αινιγματικό ερώτημα από τον φιλόσοφο Πρωκταγόρα. Προς μεγάλη έκπληξη του φιλοσόφου ο πάντα ετοιμόλογος και στωικός Αντίθεος απάντησε "Γάμησε μας ρε Πρωκταγόρα, με τις απορίες σου μεσημεριάτικα, έναν καφέ ήρθαμε να πιούμε" δίνοντας στον κύκλο των διανοούμενων να καταλάβει ότι μερικά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν από την ανθρώπινη φύση.
  Τις σκέψεις του Αντίθεου διέκοψε το ξαφνικό σάλπισμα του σαλπιγκτή της οπλαρχίας. Το αίμα του πάγωσε, οι σκέψεις στροβιλίστηκαν σαν φυγόκεντρος δύναμη μέσα στο κεφάλι του και μπερδευτηκαν, σκόνταψαν όπως ένα αδέξιο νήπιο που παίζει κρυφτό στην πλατεία. Άρπαξε την σπάθα του και έπιασε τον παλμό της, ο ιδρώτας κύλησε μέχρι την λαβή...Όλα αυτά μέχρι να καταλάβει ότι αυτό που ακούστηκε δεν ήταν το εφαλτήριο σάλπισμα, απλά ο σαλπιγκτής πρόβαρε κάτι παρτιτούρες με τραγούδια για να του φύγει το άγχος. "Άντε γαμήσου τρόμπα μου έκοψες τα νεφρά..." ψέλλισε. Το παιδί της πλατείας σηκώθηκε και καθάρισε τα γόνατα του, ψύχραιμος...
Ήξερε όμως ότι απλά αναβάλλει το αναπόφευκτο, την ανίερη ώρα της σύγκρουσης. Ο φιλόσοφος Αντίθεος ηρέμησε τις σκέψεις του και σκέφθηκε ότι είχε πάρει το βάπτισμα του Θεού Φόβου που του αναλογούσε, όχι άλλος πανικός, τώρα μόνο δόξα. Εξάλλου ακόμη και ο Χριστός στον σταυρό επέδειξε δειλία για λίγα δεύτερα. Βέβαια ο Χριστός δεν είχε γεννηθεί ακόμα αλλά ο Αντίθεος το ήξερε ΚΑΙ αυτό.
  Το πρωί της έκτης μέρας, του Σαβουρογαμιώνα μήνα, ο στρατός είχε παραταχθεί ενώπιον των τειχών της Πρωκτίδαιας. Σθεναροί οι άντρες ένιωθαν την θεα Δόξα να τους κοιτάει από το συννεφόκαμμα με το αγέρωχο Ολύμπιο βλέμμα της, το χρυσοποίκιλτο δόρυ της και το μεγάλο στήθος της. Δικιά μου είναι η ιστορία και βάζω μεγάλα βυζιά σε όλες τις θεότητες άμα θέλω. (Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση πως στην αρχαία Νταμαριά τιμούσαν πολύ τους θεούς τους και είχαν μεγάλη συναίσθηση του "ου μοιχεύσεις". Έτσι όταν έφτασε ο χριστιανισμός είχαν αν μάθουν απ έξω μόνο 9 εντολές και την 10η μια απλή επανάληψη.)
  Ο Αντίθεος με τους 800 Φαλλοκρούστες δρεπανοφόρους και τους 150 ψιλούς βρίσκονταν στο δεξί φτερό της παράταξης, παρεταγμένοι σε τριγωνικό σχήμα και είχαν σαφείς εντολές να προστατεύουν τους 1200 οπλίτες, οι οποίο όταν δινόταν το σύνθημα θα πλευροκοπούσαν την άτακτη παράταξη των Πρωκτιδαίων. Έτσι, υπερφαλαγγισμένοι οι εχθροί θα έχαναν την συνοχή και το ηθικό τους και η μάχη πλεον θα ήταν διαδικάστική υπόθεση.


Έπρεπε όμως αυτή τη φορά να θυμηθούν να τους σκοτώσουν ή να τους πιάσουν αιχμάλωτους γιατί σε μια προηγούμενη πολιορκία είχαν ξεχάσει τους εχθρούς απ έξω και ενώ οι στρατιώτες της Νταμαρίας έκαναν το νικητήριο συμπόσιο οι πρώην πολιορκημένοι άρχισαν να πολιορκούν την χαμένη τους πόλη και επειδή τα τρόφιμα μέσα είχαν ήδη τελειώσει, οι Νταμαραίοι παραδόθηκαν σε μια μέρα.
Αυτό το λάθος δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί.
   Η παράταξη, φαινομενικά ακίνητη, έχει αρχίσει να κροταλίζει καθώς ο ήλιος ανεβαίνει στο απώγειό του. Η ζέστη είναι αφόρητη και οι  στρατιώτες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τις ορειχάλκινες πανοπλίες τους από την νευρικότητα και την υπερθέρμανση. Οι πολιορκημένοι αργούν χαρακτηρστικά, η νευρικότητα όσο πάει και αυξάνει. Περνούν άλλες 2 ώρες, στο τάγμα έχουν αρχίσει και σηματίζονται πηγαδάκια από τους ταραγμένουνς στρατιώτες. Ο Αντίθεος βγάζει έναν κουβά νερό από το πηγαδάκι και βρέχει το ταλαιπωρημένο προσωπό του. Ο αρχίσει και κατεβαίνει, η κλεψύδρα του Αντίθεου λέει 4 και τέταρτο, το toolbar στον υπολογιστή μου λέει 8:17, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση.
 Σκόνη σηκώνεται από απέναντι. Η παράταξη ανασυντάσσεται κατευθείαν. Ο Αντίθεος βάζει την περικεφαλαία του και δίνει το σύνθημα για αμυντική στάση. Ένα ποδοβολητό ξεκινάει από πίσω του καθώς η κυρία παράταξη βάζει μπρος την κυκλωτική κίνηση και ένα βουητό ταυτόχρονα καθως η κυρία Δέσποινα βάζει μπρος την ηλεκτρική σκούπα. Ο Αντίθεος διώχνει την κύρα Δέσποινα λέγοντας της ότι είναι πολύ επικύνδυνο να κάθεται στη μέση της μάχης. Αυτή του χουφτώνει το καβάλο και τον χαιρετάει. Ο Αντίθεος καυλώνει.
Ξαφνικά από τον ψηλό καπνό αρχίσει να αχνοφαίνεται η κορμοστασία 1800 αγριεμένων και πεινασμένων Πρωκτιδαίων. Όσο κρατάει μια προσευχή η αντίπαλη παράταξη κάνει να φτάσει στην φονική απόσταση. Σαν κεραυνός που πέφτει στην ερημιά η σύγκρουση σκίζει τα τύμπανα των τρομαγμένων στρατιωτών στην οπισθοφυλακή και σπάει τα παπάρια των γειτόνων που ήδη αρχίζουν και φωνάζουν "να πάτε αλλού να παίξετε". Οι πρώτοι νεκροί, σαν κιμάς σε κρεατομηχανή, χάνονται μαζικά μέσα στον ορείχαλκο. Δόρατα, ξύλα, σπαθιά, ανθρώπινα σώματα, κόκκαλα και ασπίδες δημιουργούν ένα άτυπο τείχος μεταξύ των δύο αντιπάλων. Μετά την σύγκρουση ξεκινά το σφαγείο και ο ωθισμός. Ο Αντίθεος έχει πιάσει έναν εχθρό και τον έχει παγιδεύσει στο εσωτερικό της ασπίδας του, όπου του ανοίγει τον λαιμό σαν ρολό κοτόπουλο, και λίγο πιο εύκολα. Την επόμενη στιμή ακούει έναν άλλο να σκάει στην ασπίδα του ανεπιτυχώς, με το δρεπάνι του τον κόβει σαν νωπή μπανάνα και τον πετάει στην νεκρική φρουτοσαλάτα που κείτεται στο έδαφος.
  Η παράταξη προελαύνει με αργό αλλά σταθερό ρυθμό κατατροπόνωντας τα κύμματα των εχθρικών γραμμών. Οι βοηθητικοί δούλοι μαζέυουν τα νεκρά σώματα που έχουν μείνει στις παρατάξεις και τροφοδοτούν την εμπροσθοφυλακή με νέα, λειτουργικά δρεπάνια. Ξαφνικά μια οχλοβοή σπάει τον πλεον μονότονο θόρυβο της αψιμαχίας. Ένα ολιγάριθμο σώμα ψιλών υποχωρεί άτακτο παραπατώντας, σαν ψιλά που πέφτουν από τρύπια τσέπη. Αυτό ήταν. Πριν ολοκληρωθεί καν η κυκλωτική κίνηση, ένας τεράστιος όγκος επιθετικής παράταξης σπεύδει από την δύση για να πλήξει τα πλάγια της οπλαρχίας του Αντίθεου. Το στράτευμα τα χάνει. Η ψυχολογία ανατρέπεται και η εμπροσθοφυλακή χάνει έδαφος καθώς όλο και περισσότεροι Νταμαριανοί υποχωρούν για να γλιτώσουν το επερχόμενο κύμα.
  Το επόμενο δευτερόλεπτο ο Αντίθεος αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σχεδόν μόνος και εκτεθιμένος στο μέτωπο. Τρεις αντίπαλοι έρχονται καταπάνω του με προτεταμένα δόρατα, με ένα γερό χτύπημα καταφέρνει ένα θανάσιμο τραύμα στο πρόσωπο του ενός, κατεβάζει την δεξιά ώμοπλάτη του δευτέρου σαν χασάπης στην βαρβάκειο και δέχεται το δόρυ το τρίτου στο αριστερό πλευρό. Σαστισμένος κόβει σαν οδοντογλυφίδα το δόρυ για να απελευθερωθεί και αρχίζει ένα τρέξιμο για το πουθενά. Ολόκληρη η παράταξη του τώρα, διαλυμένη, βρίσκεται μπροστά του, τρέχει και αυτή τρομοκρατημένη στην ίδια κατεύθυνση με αυτόν. Ένα κάψιμο στον ώμο, το αίμα έχει βάψει τα πόδια του, η πανοπλία γδέρνει όλο του το σώμα από την τριβή. Πρέπει να τρέξει λίγο ακόμα, το δάσος είναι μόνο 4 Χαριλάου* μπροστά. Έχει σχεδόν περάσει πρώτος από τους δικούς του ενώ οι εχθροί από πίσω σφάζουν χωρίς να παίρνουν αιχμαλώτους.
Μια πέτρα; Ένας βράχος; Ο Αντίθεος ξεπλώνεται φαρδύς πλατύς στο χώμα. Οι ανάσες του έχουν τελειώσει. Κρίμα και το δάσος έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται, ίσως οι θεοί του επιφύλασαν αυτή τη μοίρα. Καθώς όλα μαυρίζουν από τη κούραση μια σιλουέτα με μια σπάθα στο χέρι κρύβει το λιγοστό εσπερινό φως.
Αυτό το ατσάλι σε λίγο θα κάνει παρέα με τη χολή και το στομάχι μου.
Μπορεί να πει και ένα γειά στο έντερο
Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα τελικά είναι το πιό ωραίο
καθώς θλιμμένο πνίγεται, στα πέρατα του κόσμου.
Η μάνα μου θα κλάψει για αυτό το ατσάλι
Οι Manowar θα γράψουν τραγούδια για αυτό το ατσάλι.
"Έλα μαζί μου αν θέλεις να ζήσεις"
   Με μια κοφτή κίνηση, η μεγαλόσωμη σιλουέτα αρπάζει το ημιθανές σώμα του Αντίθεου και τρέχει και χάνεται στο δάσος. Ο Αντίθεος, μη ξέρωντας αν αυτό το σώμα είναι το όχημα των Θεων ή είναι θνητό, παραδίδεται στα χάδια του Ύπνου...
Και το τελευταίο φως της ημέρας χάνεται στα σωθικά του Θερμαντικού Κόλπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου