Μικρό το πέρασμα και αυτό, και κάνει τα δικά του
με πήρε και με σήκωσε, με πέταξε στην άμμο
φαρδιά τα φώτα που πετά, ριχτά τα ψυχικά του
τώρα πως έφτασε ως εδώ, τι θέλει ν'αποδείξει;
προσφέρει λες σαν βάλσαμο τους κόκκους στα μαλλιά του.
Περνά σαν νύχτα με κοιτά, εμένα κοροϊδεύει
σηκώνει το σεντόνι μου, την γύμνια μου χλευάζει
που άλλωτε σαν ξωτικό, σε άγνοια χορεύει
τώρα τι στέκεται γυμνό, μου δείχνει τη σιωπή του;
και ρόζους και άλλες αμυχές, σαν το παιδί πειράζει;
Δυνάμωσε, χαμήλωσε, δεν λέει να μ'αφήσει
σαν τον ληστή περιφρονεί, μισεί το περιβάλλον
σαν τον κακό τον άνθρωπο, γυρεύει να μισήσει
λες να χαθεί στο σκέπασμα, να φύγει απ την πόρτα;
να ψαχνε για να βρει βρισιές, ή βρίζει τώρα άλλον;
Κλώτσα τα μαύρα πόδια του ρε πιόνι του μυαλού σου!
σε ένα καμένο πλέον βουνό θα μείνει μαύρη ράχη
κάνε αναγραμματισμούς και κράτα τους δικού σου
τώρα τι ψάχνεις και κοιτάς, στις τέσερεις γωνίες;
άνοιξε την κατάψυξη και πάγωσε τον νου σου.
Κι αν τύχει και έρθει η λύτρωση, και θα φανεί στο λέω
κράτα τον χαρακτήρα σου, να τ'αποταμιέψεις
να ξέρεις ρε μουγκό βουνό, δεν θα με δεις να κλαίω
σε ενδορφίνες μαγικές, δεν θέλω να βουτήξω
και αν γίνεις και ενοχλητικό, να ξέρεις θα στο λέω...
Βουλιάζω στα σκεπάσματα, να κλείσουνε τα μάτια
κι αν είσαι εσύ ο πιο νταής, έχω και γω ταξίδια
στου στρώματος την ύφεση, ανοίγω μονοπάτια
τώρα τι έμεινε στην γη, και συ για που είσαι τώρα;
για δυό στιγμές σε σώζουνε, τα αποσταγμένα ξύδια.
15/5/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ανατριχιαστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή